- σταυρώνω
- [ставроно] р. скрещивать, складывать накрест, распинать на кресте,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
σταυρώνω — σταυρώνω, σταύρωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σταυρώνω — σταυρῶ, όω, ΝΜΑ, και σταυρώνω Μ [σταυρός] 1. προσηλώνω κάποιον επάνω στον σταυρό, θανατώνω με σταυρικό θάνατο (α. «αυτοί που σταύρωσαν τον Χριστό» β. «παραδώσουσιν αὐτόν., και σταυρῶσαι» γ. «τοὺς αἰχμαλώτους ἐσταύρωσαν», Πολ.) 2. (το αρσ. μτχ.… … Dictionary of Greek
σταυρώνω — σταύρωσα, σταυρώθηκα, σταυρωμένος 1. καρφώνω πάνω στο σταυρό: Μαζί με το Χριστό σταύρωσαν και δύο ληστές. 2. τοποθετώ δύο πράγματα σε σχήμα σταυρού: Τι κάθεσαι με σταυρωμένα τα χέρια; 3. κάνω το σημείο του σταυρού πάνω σε κάποιον για την αποτροπή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναπήγνυμι — ἀναπήγνυμι (Α) [πήγνυμι] 1. διαπερνώ, περνώ στη σούβλα, σουβλίζω 2. (για πρόσωπα) ανασκολοπίζω, σταυρώνω, παλουκώνω … Dictionary of Greek
ανασταυρώ — ἀνασταυρῶ ( όω) (Α) 1. ανασκολοπίζω, παλουκώνω 2. θανατώνω με σταύρωση, σταυρώνω … Dictionary of Greek
ανασχινδυλεύω — ἀνασχινδυλεύω (Α) (και μτγν. ανασκινδυλεύω) ανασκολοπίζω, σταυρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + σκινδύλιον (< σχίζω) «μικρό κομμάτι ξύλου»] … Dictionary of Greek
κρίμνημι — και κρήμνημι και κρημνῶ, άω (Α) 1. κρεμώ («ἄγκυραν ποτὶ χαλκόγενυν ναΐ κρημνάντων ἐπέτοσσε», Πίνδ. β. «ἐκρήμναθ ὥστε χέρας ἐμὰς λιπεῑν βέλος», Ευρ.) 2. σταυρώνω κάποιον 3. παθ. κρήμναμαι αιωρούμαι («ὕπερθ ὀμμάτων κρημναμενᾱν νεφαλᾱν ὀρθοῑ»,… … Dictionary of Greek
κρεμώ — και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, άω και κρεμνῶ, άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι … Dictionary of Greek
περιπτύσσω — ΝΜΑ (το ενεργ. και μέσ.) περιπτύσσομαι περιβάλλω κάποιον ή κάτι με τους βραχίονες και, κυρίως, κλείνω μέσα στην αγκαλιά μου, αγκαλιάζω (α. «λαμπρυνθῶμεν τῇ πανηγύρει καὶ ἀλλήλους περιπτυξώμεθα», Ακολ. Πάσχα β. «ὥς σε περιπτύξω καὶ χείλεα χείλεσι… … Dictionary of Greek
προηλώ — όω, Μ σταυρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἡλῶ, όω (< ἧλος «καρφί»)] … Dictionary of Greek
προσηλώνω — προσηλῶ, όω, ΝΜΑ 1. στερεώνω με καρφιά, καρφώνω (α. «ἥλοις προσηλώθη ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας», Ακολ. Μεγ. Παρασκ. β. «Καυκάσῳ προσηλωμένος», Λουκ. γ. «τῷ τροχῷ προσηλῶσαι», Ευρ.) 2. μτφ. (σχετικά με το βλέμμα ή την προσοχή) κατευθύνω σταθερά και… … Dictionary of Greek